νιγηριανός

νιγηριανός
-ή, -ό [Νιγηρία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νιγηρία ή αυτός που προέρχεται από τη Νιγηρία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Νιγηριανός, η Νιγηριανή
ο κάτοικος τής Νιγηρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Νιγηρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σογίνκα, Γόουλ — (Soyinka). Νιγηριανός συγγραφέας αγγλικής γλώσσας (Αμπεοκούτα, Νιγηρία 1934). Βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιμπαντάν της Νιγηρίας και ύστερα από το Πανεπιστήμιο του Λιντς της Αγγλίας. Παρακολούθησε μαθήματα δραματικής τέχνης στο Θέατρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”