- νιγηριανός
- -ή, -ό [Νιγηρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νιγηρία ή αυτός που προέρχεται από τη Νιγηρία2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Νιγηριανός, η Νιγηριανήο κάτοικος τής Νιγηρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Νιγηρία.
Dictionary of Greek. 2013.